Κυριάκου Χαραλαμπίδη: "Άρδανα"
Με την ευκαιρία της γιορτής του Αγίου Γεωργίου (23
Απριλίου), οι κάτοικοι της κατεχόμενης κοινότητας Άρδανα της επαρχίας Αμμοχώστου, ανέπεμψαν παράκληση στον πολιούχο άγιο, σε παρεκκλήσι στην Αγία Νάπα,
ενώ το προηγούμενο βράδυ τέλεσαν εσπερινό και λιτάνευση της εικόνας του. Μετά τη
θρησκευτική τελετή οι κάτοικοι των Αρδάνων, που τη μέρα αυτή βρίσκουν την
ευκαιρία να συναντηθούν ξεκινώντας από όλα τα μέρη της Κύπρου, όπου τους
διασκόρπισε η προσφυγιά, συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν μια όμορφη
τελετή με τα έθιμα, τα τραγούδια, τις διάφορες μορφές λαϊκής τέχνης και τις μνήμες του αγαπημένου χωριού τους. Τιμώμενο πρόσωπο
στη γιορτή ο Αμμοχωστιανός ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης, που αφιέρωσε στα Άρδανα
δυο από τα καλύτερα ποιήματα του.
Στο video της ανάρτησης παρουσιάζεται ένα σύντομο ρεπορτάζ του
ΡΙΚ με τις εκδηλώσεις (από το κεντρικό του δελτίο ειδήσεων της 22ας Απριλίου 2012), ενώ στη συνέχεια ακούμε
τον ίδιο τον ποιητή να απαγγέλλει τα δυο ποιήματα.
Τα κείμενα
περιλαμβάνουν τα ποιήματα μαζί με τις σημειώσεις του ποιητή.
Άρδανα
Και τη μισήν αυλή του από 'να μέρος
που δε φαινότανε άλλοτε μια πέτρα της
θωρούσε με τα μάτια του τυφλά.
Το θάμα ήτανε στ' όνειρο, αλλά μισό κι αυτό.
Γιατί όπως ήταν κάτω από κληματαριά
καλού γειτόνου κι έβλεπε προς την αυλή
τ' αγαπητού σπιτιού του, πώς να προχωρήσει
που 'χανε στήσει γλέντι και χορό
στην απλωσιά της κάτι ξένοι.
Και τον κοιτούσανε όλοι, το πηγούνι τους
σηκώνανε κατά τον ουρανό
και σημαδεύανε συνέχεια όχι.
Μιαν άλλη φορά πάλι τα κατάφερε
και μπήκε από σκισμή τ' ονείρου του στο σπίτι.
Βγαίνοντας στην αυλή του απ' την καμάρα
τη βρήκε την Τουρκάλα που έβγαζε νερό.
Ούτε που σκέφτηκε να τη ρωτήσει το γιατί.
Μονάχα πήρε τη γνωστή του μαντιλιά
την ουρανιά και σκούπισε το πρόσωπό του.
Εκείνη γύρισε αθόρυβα, χωρίς μιλιά
και κάνει κάπως έτσι (κίνηση χεριών)
σάμπως να του 'λεγε «δε φταίμ' εμείς,
και δηλαδή τα βρήκαμε, δεν τα πειράξαμε.
Τι να σου κάνω; Αν θέλεις κόπιασε να φάμε».
Αυτά σημαίνουνε, Κυριάκο, είπε στον ποιητή
ο άνθρωπος που μπήκε στην αυλή του
πως δε θα πάμε πίσω στο χωριό μας.
Ναι, είναι τραγικό, μα κάλλιο να το ξέρουμε
παρά να ζούμε στο σκοτάδι αλλιώτικης ελπίδας.
Ζύγωσα στ' όνειρό μου κάμποσες φορές
το σπίτι μου και στ' όνειρό μου βρήκα
τον τρόπο να διασπάσω τη γραμμή –πήγα πετώντας
ίσαμ' εκεί, το είδα ως δε θα το 'βλεπα
σ' ειρηνικούς καιρούς και μετρημένους.
Αλλά συνέχισε πως κάποιοι τον μποδίζαν
να μπει, τον αποτρέπανε: «Σαν έφτανα ως εκεί
να προχωρήσω εκείνοι δε μ' αφήνανε.
Κι ούτε να φύγω πάλι το μπορούσα.
Έξοδος δεν υπήρχε στ' όνειρό μου
κι άλλο δεν είχα παρά να ξυπνήσω».
Ο ποιητής τον άκουσε με προσοχή
και χαμογέλασε με λόγια μετρημένα.
Αν την Αμμόχωστο, είπε, την αφήκαμε
μέσ' απ' τα χέρια μας να ξεγλιστρήσει,
μια μέρα θα την πάρουμε στα σίγουρα
με όρους ταπεινωτικούς∙ αυτό είναι αλήθεια.
Να ξέρεις τούτο μοναχά: Ή τη βλέπεις
και να την πάρεις δεν μπορείς στα ίσια
ή δεν τη βλέπεις κι έχεις την ψευδαίσθηση
πως τηνε βλέπεις, επειδή έτσι φαίνεται.
Αυτό είναι το χειρότερο. Κοίτα, σα να 'ναι
οι φύλακες εκεί και σ' εμποδίζουν
να μπεις μες στα λαγούμια της ανάμνησης,
απαγορεύουνε θαρρείς τη δίοδο
ακόμα και στο πέταγμα του νου.
Ωστόσο το φτωχό σου το χωριό Άρδανα,
πλαγιά Πενταδακτύλου, ας το ζαλίσουμε,
κυρ Τόμπυ, στο κρασί της Ιλλυρίας.
Ας πιούμε στην υγειά του, όσο κρατεί
στους ώμους του την Οικουμένη ο Άτλαντας.
Γιατί ο καιρός περνά κι η φύση χάνεται.
Η θάλασσα που τώρα λιώνει στο μετάξι
σαν αύριο θα γενεί θεριό, φυλάξου.
Τότε μπορεί κι εγώ να τρελαθώ
και συ να μπεις στο σπίτι το δικό σου.
Ιούνιος 1981
Από τη συλλογή «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα» (1982)
Σημειώσεις του
ποιητή:
τίτλος
Άρδανα: Χωριό στον Πενταδάκτυλο, απέχει δεκαοχτώ μίλια από
την Αμμόχωστο, πεντέμισι μίλια από το κάστρο της Καντάρας. Το όνομα Άρδανα
ετυμολογείται ίσως από το Άλβανα και Άρβανα, περιοχή της Κεντρικής και Νότιας
Αλβανίας που κατοικούσαν οι Αλβανοί ή
Ιλλυριοί των βυζαντινών πηγών. (Για το θέμα δες Κ. Π. Κύρρη, Οι Τύλληροι και η Τυλληρία, Λευκωσία
1974). Φαίνεται πως οι Βυζαντινοί και ύστερα οι Φραγκοι ή και οι Βενετσιάνοι,
εγκαταστήσανε στο χωριό Αλβανούς (Ιλλυριούς) χριστιανούς ακρίτες. Ίσως, όμως τα
Άρδανα ήτανε μια βίγλα χτισμένη γύρω από ένα πηγάδι (αρχ. αρδάνιον).
Μερικά στοιχεία μου
δοθήκανε από τον Ανδρέα Μαραγκό, σκηνοθέτη και ηθοποιό, που γεννήθηκε στα
Άρδανα. Η ιδέα του ποιήματος εξάλλου στηρίχτηκε σε μια περιγραφή ονείρου του
για το χωριό του. Μια μέρα μου είπε:
«Εσύ Κυριάκο, γράφεις
για την πόλη σου, την Αμμόχωστο, τόσα ποιήματα. Μα εμένα η σκέψη μου είναι
καρφωμένη στο χωριό μου, τα Άρδανα. Κανένας δε μιλάει γι αυτό, έτσι φτωχό και
ταπεινό που είναι. Αυτό εγώ λαχταρώ, γι αυτό υποφέρω. Γράφε λοιπόν εσύ για την
Αμμόχωστο. Στο κάτω κάτω μπορεί και να μας τη δώσουνε κάποτε. Αλλά τα Άρδανα
μου ποιος θα τα συλλογιστεί; Που δε θα ξαναπάμε πίσω πια σ’αυτά, το ξέρω από τα
όνειρα μου. Νομίζω πως τα χάσαμε για πάντα».
Το πράγμα, σκέφτηκα αργότερα, είναι τραγικότερο για την
Αμμόχωστο. Μιλάμε για μια πόλη που την είχαμε και την αφήσαμε να ξεγλιστρήσει
μέσ’ από τα χέρια μας. Που τη βλέπουμε και δεν τη βλέπουμε. Που κι όταν την
πάρουμε, δε θα μας ανήκει. Εκτός κι αν…
Έτσι γράφτηκε το ποίημα για τα Άρδανα.
Στ. 58
Κυρ- Τομπυ: Sir Toby, ήρωας του Σαίξπηρ στη Δωδεκάτη Νύχτα: Το έργο εκτυλίσσεται
στην Ιλλυρία (δες Πρ. Α΄, Σκ. 3). Τα περί Αρδάνων και Ιλλυριών τα έμαθα ύστερα
από τη σύνθεση του ποιήματος. Ο Τόμπυ, ο αγαθοποιός κρασοπατέρα, κόλλησε
μαγνητικά στο ποίημα.
-----------------------------------------------------------
Αρδανα
II
Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
— Μιλάτε Αγγλικά;
— Καταλαβαίνω.
— Αυτό είναι το σπίτι μου;
— Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ' αναφιλητά μου μ' ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου —τ' όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;— εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας : « Χάθηκε ό στρατός μας! » Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, o λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ' αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα, στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα 'βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου — ένας ξένος, πού ή ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
— Τι φής; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε πού τ' ανα-
γνώριζες, αλήθεια;
— Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι πού γεν-
νήθηκα, Πυλάδη ! Και μάλιστα τη ρώτησα : Κυρία, αυτό
είναι το σπίτι πού γεννήθηκα; Ιs this the house I was born? Και μου 'πεν ή Τουρκάλα : « Ναι, αυτό είναι».
Μυστήριο ! Πού ήξερε πώς ήταν το σπίτι αυτό πού εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;
Ιούλιος 1992
Από τη συλλογή «ΜΕΘΙΣΤΟΡΙΑ» Εκδόσεις ΑΓΡΑ (1995)
Σημειώσεις
του ποιητή:
τίτλος
Δες Κ. Χαραλαμπίδης , Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Ερμής, Αθήνα
1982 : Άρδανα, σ. 106 – 108, και Σημειώσεις, σ. 159 - 160
"Η ιδέα του πρώτου ποιήματος, που γράφτηκε Ιούνιο 1981,
στηρίχτηκε σε μια περιγραφή ονείρου του σκηνοθέτη και ηθοποιού Ανδρέα Μαραγκού.
Την 1η Ιουλίου 1992 ο Μαραγκός μου τηλεφώνησε να μου στορήσει δεύτερο όνειρό
του για το πατρικό του σπίτι στα Άρδανα".
cheap nfl jerseys
ΑπάντησηΔιαγραφήnike blazer pas cher
ugg outlet
coach outlet online
cheap oakley sunglasses
air jordan 4
raiders jerseys
nike huarache trainers
ralph lauren outlet
ugg outlet